Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcencióso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈʧoso], [ʧenˈʧozo] 1 επαίτης 2 αλήτης 3 κουρελιάρης 4 κουρελής 5 φτωχός 6 άπορος cencióso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈʧoso], [ʧenˈʧozo] 1 ρακένδυτος 2 ξεσκισμένος 3 κουρελιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |