Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


céncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧenʧo]

1 ρετάλι
2 κουρέλι
3 ρούχο τελείως φθαρμένο
4 ράκος
5 σφουγγαρόπανο
6 ξεσκονόπανο
7 άνθρωπος σε μεγάλη κατάπτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cenciaiolo cencioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cementoamianto (ουσ αρσ )
cena (θηλ.ουσ)
cenacolo (ουσ αρσ )
cenare (ρ.αμτβ.)
cenciaiolo (ουσ αρσ )
cencio (ουσ αρσ )
cencioso (ουσ αρσ )
cencioso (επίθ.)
ceneraio (ουσ αρσ )
ceneratoio (ουσ αρσ )
cenere (θηλ.ουσ)
cenerentola (θηλ.ουσ)
cenerino (ουσ αρσ )
cenerino (επίθ.)
cenerognolo (επίθ.)
cenestesi (θηλ.ουσ)
cenestesico (επίθ.)
cengia (θηλ.ουσ)
cennamella (θηλ.ουσ)
cenno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---