ItalianoGreco


cenàcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈnakolo]

1 μυστικός δείπνος
2 ομάδα με κοινό στόχο
3 κλίκα
4 τραπεζαρία όπου ο Χριστός είχε τον μυστικό δείπνο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---