Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cenàcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈnakolo]

1 μυστικός δείπνος
2 ομάδα με κοινό στόχο
3 κλίκα
4 τραπεζαρία όπου ο Χριστός είχε τον μυστικό δείπνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cena cenare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cementista (ουσ αρσ και θηλ.)
cementizio (επίθ.)
cemento (ουσ αρσ )
cementoamianto (ουσ αρσ )
cena (θηλ.ουσ)
cenacolo (ουσ αρσ )
cenare (ρ.αμτβ.)
cenciaiolo (ουσ αρσ )
cencio (ουσ αρσ )
cencioso (ουσ αρσ )
cencioso (επίθ.)
ceneraio (ουσ αρσ )
ceneratoio (ουσ αρσ )
cenere (θηλ.ουσ)
cenerentola (θηλ.ουσ)
cenerino (ουσ αρσ )
cenerino (επίθ.)
cenerognolo (επίθ.)
cenestesi (θηλ.ουσ)
cenestesico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---