Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèllofan, cellofàn
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛllofan], [ʧelloˈfan] σελοφάν (χρησιμοποίησε καλύτερα το cellophane) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |