Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcelìcola
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈlikola] 1 μπεκιάρης 2 ξερό κορμί 3 άγαμος 4 εργένης 5 ανύπαντρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |