Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cefalìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧefaˈlina]

κεφαλίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cefalico cefalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cedrina (θηλ.ουσ)
cedro (ουσ αρσ )
ceduo (αρσ. επίθ και ουσ)
cefalalgia (θηλ.ουσ)
cefalico (επίθ.)
cefalina (θηλ.ουσ)
cefalo (ουσ αρσ )
Cefalonia (κύρ.όν. θηλ.)
cefalopodi (ουσ αρσ πληθ.)
ceffata (θηλ.ουσ)
ceffo (ουσ αρσ )
ceffonare (ρ. μτβ.)
ceffone (ουσ αρσ )
Cefiso (κύρ.όν. αρσ.)
celare (ρ. μτβ.)
celarsi (ρ. μ. αμτβ.)
celata (θηλ.ουσ)
celeberrimo (ουσ αρσ )
celebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celebrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---