Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcedràngolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈdrangolo] 1 νεράντζι 2 νεραντζιά citrus aurantium permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |