Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cediménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧediˈmento]

1 χαλάρωση
2 βύθιση
3 βούλιαγμα
4 καθίζηση
5 καταβύθιση
6 υποχώρηση
7 παράδοση
8 τακτοποίηση
9 συγκατάβαση
10 διακανονισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cediglia cedola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)
cedimento (ουσ αρσ )
cedola (θηλ.ουσ)
cedolare (θηλ. επίθ και ουσ)
cedrangolo (ουσ αρσ )
cedrata (θηλ.ουσ)
cedrina (θηλ.ουσ)
cedro (ουσ αρσ )
ceduo (αρσ. επίθ και ουσ)
cefalalgia (θηλ.ουσ)
cefalico (επίθ.)
cefalina (θηλ.ουσ)
cefalo (ουσ αρσ )
Cefalonia (κύρ.όν. θηλ.)
cefalopodi (ουσ αρσ πληθ.)
ceffata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---