Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cedènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈdɛnte]

1 παραχωρητής
2 αυτός που απαλλοτριώνει
3 εκχωρητής
4 δωρητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Cecoslovacchia cedenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cecidio (ουσ αρσ )
cecità (θηλ.ουσ)
ceco (ουσ αρσ )
ceco (επίθ.)
Cecoslovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
cedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cedenza (θηλ.ουσ)
cedere (ρ.αμτβ.)
cedere (ρ. μτβ.)
cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)
cedimento (ουσ αρσ )
cedola (θηλ.ουσ)
cedolare (θηλ. επίθ και ουσ)
cedrangolo (ουσ αρσ )
cedrata (θηλ.ουσ)
cedrina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---