Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko] 1 ο Τσέχος, η Τσέχα 2 (lingua) τα τσέχικα cèco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko] τσέχικος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαRepubblica [θηλ.] Ceca = η Τσέχικη Δημοκρατία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |