Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko]

1 ο Τσέχος, η Τσέχα
2 (lingua) τα τσέχικα

cèco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛko]

τσέχικος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cecità Cecoslovacchia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Repubblica [θηλ.] Ceca = η Τσέχικη Δημοκρατία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cecaggine (θηλ.ουσ)
cecchino (ουσ αρσ )
cece (ουσ αρσ )
cecidio (ουσ αρσ )
cecità (θηλ.ουσ)
ceco (ουσ αρσ )
ceco (επίθ.)
Cecoslovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
cedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cedenza (θηλ.ουσ)
cedere (ρ.αμτβ.)
cedere (ρ. μτβ.)
cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)
cedimento (ουσ αρσ )
cedola (θηλ.ουσ)
cedolare (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---