Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


céce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧeʧe]

το ρεβίθι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cecchino cecidio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


zuppa [θηλ.] di ceci = τα ρεβίθια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cazzuola (θηλ.ουσ)
ce (προσωπ. αντων.)
ceca (θηλ.ουσ)
cecaggine (θηλ.ουσ)
cecchino (ουσ αρσ )
cece (ουσ αρσ )
cecidio (ουσ αρσ )
cecità (θηλ.ουσ)
ceco (ουσ αρσ )
ceco (επίθ.)
Cecoslovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
cedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cedenza (θηλ.ουσ)
cedere (ρ.αμτβ.)
cedere (ρ. μτβ.)
cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---