Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cecità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeʧiˈta]

1 απάθεια
2 βλακεία
3 έλλειψη επιφυλακής
4 τύφλωση
5 τυφλότητα
6 τύφλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cecidio ceco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ceca (θηλ.ουσ)
cecaggine (θηλ.ουσ)
cecchino (ουσ αρσ )
cece (ουσ αρσ )
cecidio (ουσ αρσ )
cecità (θηλ.ουσ)
ceco (ουσ αρσ )
ceco (επίθ.)
Cecoslovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
cedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cedenza (θηλ.ουσ)
cedere (ρ.αμτβ.)
cedere (ρ. μτβ.)
cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)
cedimento (ουσ αρσ )
cedola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---