Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavillatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kavillaˈtore]

1 φιλόψογο άτομο
2 σχολαστικός
3 λεπτολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavillare cavillatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavicorno (επίθ.)
caviglia (θηλ.ουσ)
cavigliera (θηλ.ουσ)
cavigliere (ουσ αρσ )
cavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cavillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cavillatura (θηλ.ουσ)
cavillo (ουσ αρσ )
cavillosità (θηλ.ουσ)
cavilloso (επίθ.)
cavità (θηλ.ουσ)
cavitazione (θηλ.ουσ)
cavo (ουσ αρσ )
cavo (επίθ.)
cavolaia (θηλ.ουσ)
cavolata (θηλ.ουσ)
cavolfiore (ουσ αρσ )
cavolo (ουσ αρσ )
cazza (θηλ.ουσ)
cazzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---