Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkavo]

1 το καλώδιο, η κοιλότητα
2 (da traino) το χοντρό σκοινί έλκυσης

càvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkavo]

κοίλος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavitazione cavolaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavillo (ουσ αρσ )
cavillosità (θηλ.ουσ)
cavilloso (επίθ.)
cavità (θηλ.ουσ)
cavitazione (θηλ.ουσ)
cavo (ουσ αρσ )
cavo (επίθ.)
cavolaia (θηλ.ουσ)
cavolata (θηλ.ουσ)
cavolfiore (ουσ αρσ )
cavolo (ουσ αρσ )
cazza (θηλ.ουσ)
cazzare (ρ. μτβ.)
cazzata (θηλ.ουσ)
cazzo (ουσ αρσ )
cazzottare (ρ. μτβ.)
cazzottarsi (ρ.μ. (αντων.))
cazzottatura (θηλ.ουσ)
cazzotto (ουσ αρσ )
cazzuola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---