ItalianoGreco


càvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkavo]

1 το καλώδιο, η κοιλότητα
2 (da traino) το χοντρό σκοινί έλκυσης

càvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkavo]

κοίλος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---