Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkattso]

ο πούτσος, η ψολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cazzata cazzottare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavolfiore (ουσ αρσ )
cavolo (ουσ αρσ )
cazza (θηλ.ουσ)
cazzare (ρ. μτβ.)
cazzata (θηλ.ουσ)
cazzo (ουσ αρσ )
cazzottare (ρ. μτβ.)
cazzottarsi (ρ.μ. (αντων.))
cazzottatura (θηλ.ουσ)
cazzotto (ουσ αρσ )
cazzuola (θηλ.ουσ)
ce (προσωπ. αντων.)
ceca (θηλ.ουσ)
cecaggine (θηλ.ουσ)
cecchino (ουσ αρσ )
cece (ουσ αρσ )
cecidio (ουσ αρσ )
cecità (θηλ.ουσ)
ceco (ουσ αρσ )
ceco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---