Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcazzottàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [kattsotˈtare] 1 δίνω χτυπήματα 2 μάχομαι με τις γροθιές 3 γρονθοκοπώ cazzottarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [kattsotˈtarsi 1 πιάνομαι στα χέρια 2 αγωνίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |