Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàvolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkavolo] το λάχανο, η κράμβη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαche cavolo vuoi? = τι στο καλό θέλεις Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |