Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavillóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kavilˈloso], [kavilˈlozo]

1 λεπτολόγος
2 ψείρας
3 φιλόψογος
4 καχύποπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavillosità cavità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cavillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cavillatura (θηλ.ουσ)
cavillo (ουσ αρσ )
cavillosità (θηλ.ουσ)
cavilloso (επίθ.)
cavità (θηλ.ουσ)
cavitazione (θηλ.ουσ)
cavo (ουσ αρσ )
cavo (επίθ.)
cavolaia (θηλ.ουσ)
cavolata (θηλ.ουσ)
cavolfiore (ουσ αρσ )
cavolo (ουσ αρσ )
cazza (θηλ.ουσ)
cazzare (ρ. μτβ.)
cazzata (θηλ.ουσ)
cazzo (ουσ αρσ )
cazzottare (ρ. μτβ.)
cazzottarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---