Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavillatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kavillaˈtura]

1 τρέλα
2 αναβρασμός
3 μανία
4 σπάσιμο (κεραμικού)
5 ράγισμα (κεραμικού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavillatore cavillo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caviglia (θηλ.ουσ)
cavigliera (θηλ.ουσ)
cavigliere (ουσ αρσ )
cavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cavillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cavillatura (θηλ.ουσ)
cavillo (ουσ αρσ )
cavillosità (θηλ.ουσ)
cavilloso (επίθ.)
cavità (θηλ.ουσ)
cavitazione (θηλ.ουσ)
cavo (ουσ αρσ )
cavo (επίθ.)
cavolaia (θηλ.ουσ)
cavolata (θηλ.ουσ)
cavolfiore (ουσ αρσ )
cavolo (ουσ αρσ )
cazza (θηλ.ουσ)
cazzare (ρ. μτβ.)
cazzata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---