Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavernìcolo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kaverˈnikolo]

1 κατοίκηση σε σπηλιές
2 κάτοικος των σπηλαίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caverna cavernoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caveau (ουσ αρσ )
cavedagna (θηλ.ουσ)
cavedano (ουσ αρσ )
cavedio (ουσ αρσ )
caverna (θηλ.ουσ)
cavernicolo (αρσ. επίθ και ουσ)
cavernoso (επίθ.)
cavetto (ουσ αρσ )
cavezza (θηλ.ουσ)
cavia (θηλ.ουσ)
caviale (ουσ αρσ )
cavicchia (θηλ.ουσ)
cavicchio (ουσ αρσ )
cavicorno (επίθ.)
caviglia (θηλ.ουσ)
cavigliera (θηλ.ουσ)
cavigliere (ουσ αρσ )
cavillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cavillatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cavillatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---