Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcavìcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈvikkjo] 1 παλούκι 2 φυτευτήρι 3 ακτίνα τροχού 4 ξύλινος πείρος 5 τάπα ξύλινη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |