Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaviàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈvjale] 1 (nero) το χαβιάρι 2 (rosso) ο ταραμάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |