Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cavédano  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈvɛdano]

κυπρίνος γένους gila ή hybopsis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cavedagna cavedio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavaturaccioli (ουσ αρσ )
cavazione (θηλ.ουσ)
cavea (θηλ.ουσ)
caveau (ουσ αρσ )
cavedagna (θηλ.ουσ)
cavedano (ουσ αρσ )
cavedio (ουσ αρσ )
caverna (θηλ.ουσ)
cavernicolo (αρσ. επίθ και ουσ)
cavernoso (επίθ.)
cavetto (ουσ αρσ )
cavezza (θηλ.ουσ)
cavia (θηλ.ουσ)
caviale (ουσ αρσ )
cavicchia (θηλ.ουσ)
cavicchio (ουσ αρσ )
cavicorno (επίθ.)
caviglia (θηλ.ουσ)
cavigliera (θηλ.ουσ)
cavigliere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---