Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bròcca (θηλ.ουσ) bròmo (ουσ αρσ )
broccatèllo (ουσ αρσ ) bromofòrmio (ουσ αρσ )
broccàto (αρσ. επίθ και ουσ) bromògrafo (ουσ αρσ )
bròccia (θηλ.ουσ) bromùro (ουσ αρσ )
brocciàre (ρ. μτβ.) bronchiàle (επίθ.)
brocciatrìce (θηλ.ουσ) bronchìolo (ουσ αρσ )
brocciatùra (θηλ.ουσ) bronchìte (θηλ.ουσ)
bròcco (ουσ αρσ ) bronchìtico (επίθ.)
bròccolo (ουσ αρσ ) bróncio (αρσ. επίθ και ουσ)
broche (θηλ.ουσ) brónco (ουσ αρσ )
bròda (θηλ.ουσ) broncografìa (θηλ.ουσ)
brodàglia (θηλ.ουσ) broncopolmonàre (επίθ.)
brodétto (ουσ αρσ ) broncopolmonìte (θηλ.ουσ)
bròdo (ουσ αρσ ) broncotomìa (θηλ.ουσ)
brodocultùra (θηλ.ουσ) brontolaménto (ουσ αρσ )
brodolóne (αρσ. επίθ και ουσ) brontolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brodóso (επίθ.) brontolìo (ουσ αρσ )
brogliàccio (ουσ αρσ ) brontolóne (αρσ. επίθ και ουσ)
brogliàre (ρ.αμτβ.) brontosàuro (ουσ αρσ )
bròglio (ουσ αρσ ) bronzàre (ρ. μτβ.)
brokeràggio (ουσ αρσ ) brónzeo, brònzeo (επίθ.)
bromàto (αρσ. επίθ και ουσ) bronzétto (ουσ αρσ )
bromatologìa (θηλ.ουσ) bronzìna (θηλ.ουσ)
bromatològico (επίθ.) bronzìno (επίθ.)
bromìdrico (επίθ.) bronzìsta (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: