Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assàggio (ουσ αρσ ) assegnatàrio (ουσ αρσ )
assài (επίρ.) assegnàto (επίθ.)
assàle (ουσ αρσ ) assegnazióne (θηλ.ουσ)
assalìre (ρ. μτβ.) asségno (ουσ αρσ )
assalitóre (αρσ. επίθ και ουσ) assemblàggio (ουσ αρσ )
assaltàre (ρ. μτβ.) assemblàre (ρ. μτβ.)
assaltatóre (αρσ. επίθ και ουσ) assemblèa (θηλ.ουσ)
assàlto (ουσ αρσ ) assembleàre (επίθ.)
assaporaménto (ουσ αρσ ) assembraménto (ουσ αρσ )
assaporàre (ρ. μτβ.) assembràre (ρ. μτβ.)
assaporìre (ρ. μτβ.) assembràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
assassinàre (ρ. μτβ.) assennatézza (θηλ.ουσ)
assassìnio (ουσ αρσ ) assennàto (επίθ.)
assassìno (αρσ. επίθ και ουσ) assènso (ουσ αρσ )
àsse (ουσ αρσ ) assentàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
àsse (θηλ.ουσ) assènte (ουσ αρσ και θηλ.)
assecondàre (ρ. μτβ.) assènte (επίθ.)
assediànte (ουσ αρσ και θηλ.) assenteìsmo (ουσ αρσ )
assediànte (επίθ.) assenteìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assediàre (ρ. μτβ.) assentiménto (ουσ αρσ )
assediàto (αρσ. επίθ και ουσ) assentìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
assèdio (ουσ αρσ ) assènza (θηλ.ουσ)
assegnàbile (επίθ.) assènzio (ουσ αρσ )
assegnaménto (ουσ αρσ ) asserìre (ρ. μτβ.)
assegnàre (ρ. μτβ.) asserragliaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: