Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accavalcàre (ρ. μτβ.) acceleratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
accavalciàre (ρ. μτβ.) accelerazióne (θηλ.ουσ)
accavalcióne (επίρ.) acceleròmetro (ουσ αρσ )
accavalcióni (επίρ.) accèndere (ρ. μτβ.)
accavallaménto (ουσ αρσ ) accèndersi (ρ. μ. αμτβ.)
accavallàre (ρ. μτβ.) accendìbile (επίθ.)
accavallàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accendigàs (ουσ αρσ )
accavallàto (επίθ.) accendiménto (ουσ αρσ )
accavallatùra (θηλ.ουσ) accendìno (ουσ αρσ )
accavezzàre (ρ. μτβ.) accendisìgaro (ουσ αρσ )
accecaménto (ουσ αρσ ) accenditóio (ουσ αρσ )
accecàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) accenditóre (ουσ αρσ )
accecàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accennàre (ρ.αμτβ.)
accecàto (επίθ.) accennàre (ρ. μτβ.)
accecatóio (ουσ αρσ ) accénno (ουσ αρσ )
accecatùra (θηλ.ουσ) accensìbile (επίθ.)
accèdere (ρ.αμτβ.) accensióne (θηλ.ουσ)
acceffàre (ρ. μτβ.) accentàre (ρ. μτβ.)
acceleraménto (ουσ αρσ ) accentatùra (θηλ.ουσ)
acceleràndo (ουσ αρσ ) accentazióne (θηλ.ουσ)
accelerànte (αρσ. επίθ και ουσ) accento (ουσ αρσ )
acceleràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) accentorìno (ουσ αρσ )
acceleratìvo (επίθ.) accentraménto (ουσ αρσ )
acceleràto (ουσ αρσ ) accentràre (ρ. μτβ.)
acceleràto (επίθ.) accentràrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: