Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccecaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atʧekaˈmento] 1 θάψιμο 2 βούλωμα (σε σωλήνα) 3 φράξιμο 4 απερισκεψία 5 τύφλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |