Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccavallàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈlato] 1 που παρουσιάζει διάστρεμμα (ιατρική) 2 που ιππεύει καβάλα 3 έφιππος 4 επάλληλος (βοτανική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |