Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accecatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧekaˈtojo]

1 βιδολόγος
2 διάνοιξη σπειρώματος βίδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accecato accecatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accavezzare (ρ. μτβ.)
accecamento (ουσ αρσ )
accecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accecarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accecato (επίθ.)
accecatoio (ουσ αρσ )
accecatura (θηλ.ουσ)
accedere (ρ.αμτβ.)
acceffare (ρ. μτβ.)
acceleramento (ουσ αρσ )
accelerando (ουσ αρσ )
accelerante (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accelerativo (επίθ.)
accelerato (ουσ αρσ )
accelerato (επίθ.)
acceleratore (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerazione (θηλ.ουσ)
accelerometro (ουσ αρσ )
accendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---