Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accèdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [atˈʧɛdere]

1 κοντεύω
2 έρχομαι πιο κοντά
3 σιμώνω
4 συναινώ
5 προσέρχομαι
6 φτάνω
7 προσχωρώ
8 εισέρχομαι
9 πλησιάζω
10 συμφωνώ
11 μπαίνω
12 συγκατατίθεμαι
13 προσδέχομαι
14 παραδέχομαι
15 ζυγώνω
16 στέργω
17 συγκατανεύω
18 δέχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accecatura acceffare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accecarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accecato (επίθ.)
accecatoio (ουσ αρσ )
accecatura (θηλ.ουσ)
accedere (ρ.αμτβ.)
acceffare (ρ. μτβ.)
acceleramento (ουσ αρσ )
accelerando (ουσ αρσ )
accelerante (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accelerativo (επίθ.)
accelerato (ουσ αρσ )
accelerato (επίθ.)
acceleratore (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerazione (θηλ.ουσ)
accelerometro (ουσ αρσ )
accendere (ρ. μτβ.)
accendersi (ρ. μ. αμτβ.)
accendibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---