Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accavallàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈlare]

επιστοιβάζω

accavallàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈlarsi]

1 συναθροίζομαι
2 συνωστίζομαι
3 βάζω σταυρωτά
4 στοιβάζομαι
5 στριμώχνομαι
6 καβαλικεύω (για νεύρο σε νευροκαβαλίκεμα)
7 κουλουριάζομαι
8 συστρέφομαι
9 συνωθούμαι
10 συρρέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accavallamento accavallato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accavallare le gambe = σταυρώνω τα πόδια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accavalcare (ρ. μτβ.)
accavalciare (ρ. μτβ.)
accavalcione (επίρ.)
accavalcioni (επίρ.)
accavallamento (ουσ αρσ )
accavallare (ρ. μτβ.)
accavallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accavallato (επίθ.)
accavallatura (θηλ.ουσ)
accavezzare (ρ. μτβ.)
accecamento (ουσ αρσ )
accecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accecarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accecato (επίθ.)
accecatoio (ουσ αρσ )
accecatura (θηλ.ουσ)
accedere (ρ.αμτβ.)
acceffare (ρ. μτβ.)
acceleramento (ουσ αρσ )
accelerando (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---