Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accavallatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akkavallaˈtura]

1 νευροκαβαλίκεμα
2 επικάλυψη
3 μετατόπιση ή αναδίπλωση μυών ή τενόντων
4 υπέρθεση
5 καβαλίκεμα
6 ένωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accavallato accavezzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accavalcioni (επίρ.)
accavallamento (ουσ αρσ )
accavallare (ρ. μτβ.)
accavallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accavallato (επίθ.)
accavallatura (θηλ.ουσ)
accavezzare (ρ. μτβ.)
accecamento (ουσ αρσ )
accecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accecarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accecato (επίθ.)
accecatoio (ουσ αρσ )
accecatura (θηλ.ουσ)
accedere (ρ.αμτβ.)
acceffare (ρ. μτβ.)
acceleramento (ουσ αρσ )
accelerando (ουσ αρσ )
accelerante (αρσ. επίθ και ουσ)
accelerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accelerativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---