Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccavallatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akkavallaˈtura] 1 νευροκαβαλίκεμα 2 επικάλυψη 3 μετατόπιση ή αναδίπλωση μυών ή τενόντων 4 υπέρθεση 5 καβαλίκεμα 6 ένωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |