Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccavallaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkavallaˈmento] 1 υπερπήδηση 2 σταυροπόδι 3 μπέρδεμα 4 καβαλίκεμα 5 ίππευση 6 καβάλα 7 φιλονικία 8 ανακάτωμα 9 μπλέξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |