Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accavalciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈʧare]

1 καβαλικεύω
2 κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά (καβάλα)
3 βάζω τα πόδια σταυροπόδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accavalcare accavalcione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accatto (ουσ αρσ )
accattonaggio (ουσ αρσ )
accattone (ουσ αρσ )
accattoneria (θηλ.ουσ)
accavalcare (ρ. μτβ.)
accavalciare (ρ. μτβ.)
accavalcione (επίρ.)
accavalcioni (επίρ.)
accavallamento (ουσ αρσ )
accavallare (ρ. μτβ.)
accavallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accavallato (επίθ.)
accavallatura (θηλ.ουσ)
accavezzare (ρ. μτβ.)
accecamento (ουσ αρσ )
accecare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accecarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accecato (επίθ.)
accecatoio (ουσ αρσ )
accecatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---