Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valeriànico (επίθ.) vallìvo (επίθ.)
Valèrio (κύρ.όν. αρσ.) vàllo (ουσ αρσ )
valetudinàrio (αρσ. επίθ και ουσ) vallóne (ουσ αρσ )
valévole (επίθ.) vallóne (επίθ.)
valgìsmo (ουσ αρσ ) vallonèa (θηλ.ουσ)
vàlgo (επίθ.) valóre (ουσ αρσ )
valicàbile (επίθ.) valorizzàre (ρ. μτβ.)
valicàre (ρ. μτβ.) valorizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
vàlico (ουσ αρσ ) valorizzazióne (θηλ.ουσ)
validaménte (επίρ.) valorosaménte (επίρ.)
validàre (ρ. μτβ.) valoróso (αρσ. επίθ και ουσ)
validazióne (θηλ.ουσ) valpolicèlla (ουσ αρσ )
validità (θηλ.ουσ) valùta (θηλ.ουσ)
vàlido (επίθ.) valutàbile (επίθ.)
valigerìa (θηλ.ουσ) valutàre (ρ. μτβ.)
valìgia (θηλ.ουσ) valutàrio (επίθ.)
valigiàio (ουσ αρσ ) valutatìvo (επίθ.)
vallàta (θηλ.ουσ) valutazióne (θηλ.ουσ)
vàlle (θηλ.ουσ) vàlva (θηλ.ουσ)
vallèa (θηλ.ουσ) valvàre (επίθ.)
vallétta (θηλ.ουσ) valvassìno (ουσ αρσ )
vallétto (ουσ αρσ ) valvassóre (ουσ αρσ )
vallicoltùra (θηλ.ουσ) vàlvola (θηλ.ουσ)
valligiàno (ουσ αρσ ) valvolàre (επίθ.)
valligiàno (επίθ.) vàlzer (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: