Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvallétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [valˈletta] 1 βοηθός παρουσιαστή (γλάστρα σε τηλεοπτικό σόου ή σε επιθεώρηση) 2 μικρή κοιλάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |