ItalianoGreco


vallóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [valˈlone]

1 βαθιά κοιλάδα
2 βαλόνος (κάτοικος της Bαλονίας)

vallóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [valˈlone]

ο της Bαλονίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---