ItalianoGreco


valpolicèlla  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [valpoliˈʧɛlla]

κόκκινο ξερό επιτραπέζιο κρασί από τα αμπέλια κοντά στη λίμνη Γκάρντα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---