Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaloróso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [valoˈroso], [valoˈrozo] 1 ανδρείος 2 ταλαντούχος 3 θαρραλέος 4 γενναίος 5 δεξιοτέχνης 6 επιδέξιος 7 ικανός 8 χαρισματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |