Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


valoróso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [valoˈroso], [valoˈrozo]

1 ανδρείος
2 ταλαντούχος
3 θαρραλέος
4 γενναίος
5 δεξιοτέχνης
6 επιδέξιος
7 ικανός
8 χαρισματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  valorosamente valpolicella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valore (ουσ αρσ )
valorizzare (ρ. μτβ.)
valorizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
valorizzazione (θηλ.ουσ)
valorosamente (επίρ.)
valoroso (αρσ. επίθ και ουσ)
valpolicella (ουσ αρσ )
valuta (θηλ.ουσ)
valutabile (επίθ.)
valutare (ρ. μτβ.)
valutario (επίθ.)
valutativo (επίθ.)
valutazione (θηλ.ουσ)
valva (θηλ.ουσ)
valvare (επίθ.)
valvassino (ουσ αρσ )
valvassore (ουσ αρσ )
valvola (θηλ.ουσ)
valvolare (επίθ.)
valzer (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---