Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


valvassóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [valvasˈsore]

φεουδάρχης μια βαθμίδα κάτω από βαρώνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  valvassino valvola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valutativo (επίθ.)
valutazione (θηλ.ουσ)
valva (θηλ.ουσ)
valvare (επίθ.)
valvassino (ουσ αρσ )
valvassore (ουσ αρσ )
valvola (θηλ.ουσ)
valvolare (επίθ.)
valzer (ουσ αρσ )
vamp (θηλ.ουσ)
vampa (θηλ.ουσ)
vampata (θηλ.ουσ)
vampeggiare (ρ.αμτβ.)
vampirismo (ουσ αρσ )
vampiro (ουσ αρσ )
vanadio (ουσ αρσ )
vanagloria (θηλ.ουσ)
vanagloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
vanaglorioso (αρσ. επίθ και ουσ)
vanamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---