vàmpa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈvampa]
1 πυράκτωση
2 καύσωνας
3 φούντωμα
4 κοκκίνισμα
5 λάμψη
6 πύρωση
7 κόρωμα
8 έντονη θερμότητα
9 πύρωμα
10 ξάναμμα
11 λαμπάδιασμα
12 ξεροκοκκίνισμα
13 ερυθρίαση
14 έντονο φως και ζέστη
15 αστραπή
16 έξαψη
17 ερύθημα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈvampa]
1 πυράκτωση
2 καύσωνας
3 φούντωμα
4 κοκκίνισμα
5 λάμψη
6 πύρωση
7 κόρωμα
8 έντονη θερμότητα
9 πύρωμα
10 ξάναμμα
11 λαμπάδιασμα
12 ξεροκοκκίνισμα
13 ερυθρίαση
14 έντονο φως και ζέστη
15 αστραπή
16 έξαψη
17 ερύθημα
permalink
vampa (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android