vampàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [vamˈpata]
1 κοκκίνισμα
2 έξαψη
3 φλόγα
4 έντονο φως και ζέστη
5 έκρηξη θερμότητας
6 ερύθημα
7 ξεροκοκκίνισμα
8 ερυθρίαση
9 αναλαμπή
10 ξάναμμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [vamˈpata]
1 κοκκίνισμα
2 έξαψη
3 φλόγα
4 έντονο φως και ζέστη
5 έκρηξη θερμότητας
6 ερύθημα
7 ξεροκοκκίνισμα
8 ερυθρίαση
9 αναλαμπή
10 ξάναμμα
permalink
vampata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android