Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvanaglorióso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [vanagloˈrjoso], [vanagloˈrjozo] 1 καυχησιάρης 2 ματαιόδοξος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |