Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàndalo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvandalo] 1 καταστροφέας 2 βάνδαλος 3 βάρβαρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |