Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vanaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [vanaˈmente]

1 άδικα
2 μάτην
3 στράφι
4 μάταια
5 άσκοπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vanaglorioso vandalico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vampiro (ουσ αρσ )
vanadio (ουσ αρσ )
vanagloria (θηλ.ουσ)
vanagloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
vanaglorioso (αρσ. επίθ και ουσ)
vanamente (επίρ.)
vandalico (επίθ.)
vandalismo (ουσ αρσ )
vandalo (αρσ. επίθ και ουσ)
vandeano (αρσ. επίθ και ουσ)
vaneggiamento (ουσ αρσ )
vaneggiare (ρ.αμτβ.)
vaneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vanello (ουσ αρσ )
vanerello (επίθ.)
vanesio (ουσ αρσ )
vanesio (επίθ.)
vanessa (θηλ.ουσ)
vanga (θηλ.ουσ)
vangare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---