Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvanaglòria
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vanaˈglɔrja] 1 κενοδοξία 2 ματαιοφροσύνη 3 ματαιοδοξία 4 καυχησιολογία 5 κομπορρημοσύνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |