Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vampeggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [vampedˈʤare]

1 ανάβω έντονα
2 φλογίζομαι
3 καίγομαι λαμπερά και με ένταση
4 ξανάβω
5 φουντώνω
6 κορώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vampata vampirismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valvolare (επίθ.)
valzer (ουσ αρσ )
vamp (θηλ.ουσ)
vampa (θηλ.ουσ)
vampata (θηλ.ουσ)
vampeggiare (ρ.αμτβ.)
vampirismo (ουσ αρσ )
vampiro (ουσ αρσ )
vanadio (ουσ αρσ )
vanagloria (θηλ.ουσ)
vanagloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
vanaglorioso (αρσ. επίθ και ουσ)
vanamente (επίρ.)
vandalico (επίθ.)
vandalismo (ουσ αρσ )
vandalo (αρσ. επίθ και ουσ)
vandeano (αρσ. επίθ και ουσ)
vaneggiamento (ουσ αρσ )
vaneggiare (ρ.αμτβ.)
vaneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---