Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vandeàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vandeˈano]

κάτοικος της Βεντέας (περιοχή της Γαλλίας νότια της Βρετάνης)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vandalo vaneggiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vanaglorioso (αρσ. επίθ και ουσ)
vanamente (επίρ.)
vandalico (επίθ.)
vandalismo (ουσ αρσ )
vandalo (αρσ. επίθ και ουσ)
vandeano (αρσ. επίθ και ουσ)
vaneggiamento (ουσ αρσ )
vaneggiare (ρ.αμτβ.)
vaneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vanello (ουσ αρσ )
vanerello (επίθ.)
vanesio (ουσ αρσ )
vanesio (επίθ.)
vanessa (θηλ.ουσ)
vanga (θηλ.ουσ)
vangare (ρ. μτβ.)
vangata (θηλ.ουσ)
vangatore (ουσ αρσ )
vangatura (θηλ.ουσ)
vangelista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---