Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vangàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vanˈgare]

1 σκάβω
2 φτυαρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vanga vangata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vanerello (επίθ.)
vanesio (ουσ αρσ )
vanesio (επίθ.)
vanessa (θηλ.ουσ)
vanga (θηλ.ουσ)
vangare (ρ. μτβ.)
vangata (θηλ.ουσ)
vangatore (ουσ αρσ )
vangatura (θηλ.ουσ)
vangelista (ουσ αρσ και θηλ.)
vangelizzare (ρ. μτβ.)
vangelo (ουσ αρσ )
vanghettare (ρ. μτβ.)
vanghetto (ουσ αρσ )
vangile (ουσ αρσ )
vanguardia (θηλ.ουσ)
vanificare (ρ. μτβ.)
vaniglia (θηλ.ουσ)
vanigliato (επίθ.)
vanillina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---