Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvanigliàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vaniʎˈʎato] 1 ο της βανίλιας 2 αρωματισμένος με βανίλια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |