Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vanigliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vaniʎˈʎato]

1 ο της βανίλιας
2 αρωματισμένος με βανίλια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaniglia vanillina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vanghetto (ουσ αρσ )
vangile (ουσ αρσ )
vanguardia (θηλ.ουσ)
vanificare (ρ. μτβ.)
vaniglia (θηλ.ουσ)
vanigliato (επίθ.)
vanillina (θηλ.ουσ)
vaniloquio (ουσ αρσ )
vanità (θηλ.ουσ)
vanitosamente (επίρ.)
vanitoso (ουσ αρσ )
vanitoso (επίθ.)
vano (ουσ αρσ )
vano (επίθ.)
vantaggio (ουσ αρσ )
vantaggiosamente (επίρ.)
vantaggioso (επίθ.)
vantare (ρ. μτβ.)
vantarsi (ρ.μ. (αντων.))
vantatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---